- προσεριστής
- προσεριστήςrebelmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεριστής — ὁ, Α [προσερίζω] 1. αυτάρκης, στασιαστής 2. αυτός που εξοργίζει … Dictionary of Greek
προσεριστῇ — προσεριστής rebel masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)